ψυχρῶς

ψυχρῶς
ψῡχρῶς , ψυχρός
cold
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχρώς — ψυχρῶς, ΝΜΑ βλ. ψυχρός …   Dictionary of Greek

  • ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • Θέογνις — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ελεγειακός ποιητής (Μέγαρα 590; – Θήβα 520 π.Χ.). Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και ο ίδιος, ως περιφρονητής του δήμου, εξορίστηκε και έχασε την περιουσία του με την επικράτηση των δημοκρατικών. Από τότε έζησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”